νεραντζιά

νεραντζιά
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Κορινθίας.
* * *
και νεραντζέα, η (Μ νεραντζέα)
κοινή σήμερα ονομασία τού εσπεριδοειδούς Citrus aurantium, γνωστού και ως χρυσομηλιά, κιτρομηλιά και ξινονεραντζιά, που καλλιεργείται για καλλωπιστικούς σκοπούς αλλά και για τον όμοιο με πορτοκάλι καρπό του, ο οποίος μολονότι δεν τρώγεται νωπός, χρησιμοποιείται πολύ στην ποτοποιία και στη ζαχαροπλαστική, ενώ από τα άνθη του λαμβάνονται εκλεκτά αιθέρια έλαια που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεραντζέα (< νεράντζι + κατάλ. -ια) με συνίζηση (πρβλ. συκέα: συκιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεραντζιά — η (λ. αραβ. ή περσ.), δέντρο που κατατάσσεται στα εσπεριδοειδή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεραντζοπούλα — η μικρή νεραντζιά που δεν έχει ακόμη καρποφορήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεραντζιά + συνδετικό φωνήεν ο + υποκορ. κατάλ. πούλα, θηλ. τής κατάλ. πουλος*] …   Dictionary of Greek

  • νεραντζούλα — η [νεραντζιά] 1. μικροκαμωμένη νεραντζιά 2. λεπτοκαμωμένη κοπέλα …   Dictionary of Greek

  • κιτρομηλιά — και κιτρομηλέα, η [κιτρόμηλο] η νεραντζιά …   Dictionary of Greek

  • μανταρινιά — Κοινή ονομασία του φυτού Citrus reticulata της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Κίνα και την Ινδοκίνα, όπου καλλιεργείται για 4.000 χρόνια περίπου, και απ’ όπου εισήχθη στις μεσογειακές χώρες κατά τις αρχές του 19ου αι.… …   Dictionary of Greek

  • νεραντζέα — η (Μ νεραντζέα) βλ. νεραντζιά …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”